Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Ο ρομαντισμός - Καρλ Μαρία Βέμπερ



O Βέμπερ υπήρξε ο πρώτος πραγματικός ρομαντικός συνθέτης, γιατί το έργο του εκφράζει συναισθήματα αντί να προσκολλάται στις κλασικές φόρμες. Εξάλλου, υπήρξε ιδρυτής της γερμανικής εθνικής όπερας, γράφοντας όπερες στα γερμανικά κυρίως παρά στα ιταλικά και μεταχειριζόμενος ιστορίες από τους αρχαίους γερμανικούς θρύλους. Γι΄αυτό ο Ρίχαρντ Βάγκνερ τον χαιρέτησε ως πρόδρομό του. Οι ευαίσθητες πολύχρωμες μελωδίες του Βέμπερ καθρεφτίζουν τόσο την εποχή του - τον πρώιμο 19ο αιώνα - όσο και την εύθραυστη υγεία του.
Ο Καρλ Μαρία φον Βέμπερ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Έουτιν, κοντά στο Λίμπεκ της Βόρειας Γερμανίας, στις 18 Νοεμβρίου του 1876. Ο Βέμπερ πίστευε πως το αριστοκρατικός "φον" οφειλόταν σε κάποιον πρόγονό του βαρόνο. Σήμερα, όμως, είναι γνωστό, ότι το "φον" ήταν ευφάνταση επινόηση του πατέρα του - οι Βέμπερ δεν υπήρξαν γαλαζοαίματοι.
Προερχόταν, ωστόσο, ο Βέμπερ από μια οικογένεια με ιδιαίτερη μουσική παράδοση. Ο πατέρας του, ο 52άχρονος Φραντς Άντον, ήταν μουσικός της πόλης, στο παρελθόν όμως είχε διατελέσει Μουσικός Διευθυντής του Επισκόπου του Λίμπεκ. Η μητέρα του Βέμπερ, Γενοβέφα, ήταν η δεύτερη γυναίκα του Φραντς Άντον. Ήταν ηθοποιός και τραγουδίστρια και 32 χρόνια νεότερη του άντρα της. Μια διάσημη ξαδέρφη τους ήταν η Κονστάνς Βέμπερ, η γυναίκα του Μότσαρτ. Ο νεαρός Βέμπερ είχε διάφορους ετεροθαλείς αδελφούς, που ήταν κι αυτοί μουσικοί.

Αρχή στο θέατρο
Ο Φραντς Άντον επιθυμούσε να γίνει ο γιος του παιδί θαύμα - ένας άλλος Μότσαρτ - δεν του προσέφερε, όμως, την κατάλληλη μουσική εκπαίδευση. Αντ΄αυτού, δημιούργησε το Θίασο των Βέμπερ, το 1787, και άρχισε μαζί με την πολυμελή οικογένειά του τις περιοδείες στη Νότια Γερμανία. Έτσι, ο Βέμπερ μεγάλωσε μέσα στις συγκινήσεις ενός περιοδεύοντος θιάσου. Αν και το γεγονός αυτό δεν ωφέλησε την εκπαίδευσή του, αναμφισβήτητα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το χρώμα και τη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του.
Πρώτος μουσικός δάσκαλος του Βέμπερ, σε ηλικία τριών χρονών, ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του, Φριντολίν. Η σχέση αυτή δεν είχε ευτυχή εξέλιξη. Κάποια στιγμή, ο Φριντολίν άρπαξε το δοξάρι του βιολιού από τα χέρια του Βέμπερ και χτυπώντας τον μ΄αυτό φώναξε: "Μπορεί να γίνεις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά δε θα γίνεις ποτέ μουσικός!" Σίγουρα, ο Βέμπερ δεν ήταν ούτε πρόωρα αναπτυγμένος ούτε δυνατός. Διέθετε εκ γενετής έναν ελαττωματικό δεξί γοφό και περπατούσε πάντα κουτσαίνοντας.
Μουσικό όργανο του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ
Το 1976, η μητέρα του αρρώστησε στο Χίλντμπουργκχάουζεν, όπου ο θίασος σταμάτησε για λίγο. Εκεί, ο Βέμπερ δέχτηκε τα πρώτα κανονικά μουσικά μαθήματα από έναν ομποΐστα, τον Γιόχαν Χόισκελ. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Τον επόμενο χρόνο, ο θίασος εγκαταστάθηκε στο Σάλτσμπουργκ, όπου ο Βέμπερ έγινε μαθητής του Μίχαελ Χάιντν, συνθέτη και αδελφού του Γιόζεφ Χάιντν. Ο Μίχαελ Χάιντν υπήρξε καλός δάσκαλος και κοντά του ο Βέμπερ συνέθεσε τα πρώτα του έργα, τις Έξι Φουγκέτες.
Το Μάρτιο του 1798, η μητέρα του Βέμπερ πέθανε από φυματίωση. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς οι Βέμπερ έφτασαν στο Μόναχο, όπου ο 12χρονος Βέμπερ πήρε μαθήματα μουσικής από κάποιον τραγουδιστή, τον Γιόχαν Βαλέσι. Το 1800, πατέρας και γιος έφτασαν στο Φράιμπουργκ. Εκεί, ο Βέμπερ δέχτηκε την πρώτη του παραγγελία - να συνθέσει μια όπερα. Έτσι, προέκυψε το Waldmadchen (Το Κορίτσι του Δάσους). Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου. Δυστυχώς, από αυτό το έργο μόνο δύο άριες διασώθηκαν.
Το 1801, ο Βέμπερ επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ για να συνεχίσει τα μαθήματα με τον Μίχαελ Χάιντν. Εκείνη την εποχή συνέθεσε την όπερα Πέτερ Σμολ, που ο δάσκαλός του επαίνεσε για τη "φλόγα και τη λεπτότητά της". Το έργο παρουσιάστηκε στο Άουγκσμπουργκ, μάλλον το Μάρτιο του 1803.

Η ζωή στη Βιέννη

Στη συνέχεια, ο Βέμπερ ταξίδεψε στη Βιέννη, όπου πέρασε κάποιους μήνες τριγυρνώντας στην πόλη και παίζοντας κιθάρα στα πολλά καφενεία της. Η μελαχρινή και ρομαντική όψη του τον κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλή. Εκεί μελέτησε μουσική με τον εξέχοντα δάσκαλο Αβά Φόγκλερ, που ενίσχυσε το ενδιαφέρον του για τη γερμανική λαϊκή μουσική παράδοση και του εξασφάλισε την πρώτη του θέση, αυτή του Μουσικού Διευθυντή στο θέατρο του Μπρέσλαου της Σιλεσίας (σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας).
Τον Ιούνιο του 1804, ο Βέμπερ έφτασε στο Μπρέσλαου σκοπεύοντας να αναθεωρήσει την όπερά του με βάση τη γερμανική παράδοση. Άλλοι μουσικοί, όμως, φθονώντας το διορισμό ενός απλού εφήβου, εμπόδισαν τις ενέργειές του. Όταν ο δούκας Ευγένιος της Βιρτεμβέργης τον προσκάλεσε στο παλάτι του κοντά στην Καρλσρούη, το 1806, ως δάσκαλο μουσικής, ο Βέμπερ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να φύγει. Δεν έμεινε όμως πολύ στη νέα του θέση. Τον Ιούλιο του 1807 πήγε στη Στουτγκάρδη ως γραμματέας του δούκα Λουδοβίκου, αδελφού του Ευγένιου.

Καρολίνα Μπραντ,
η σύζυγος του Βέμπερ
Κυβερνήτης της Βιρτεμβέργης ήταν ο βασιλιάς Φρειδερίκος, ένας διεφθαρμένος δυνάστης που ο Βέμπερ μισούσε. Απολάμβανε, όμως, τη συντροφιά άλλων αυλικών και διανοούμενων στη Στουτγκάρδη. Το 1809, τον επισκέφτηκε ο πατέρας του. Μολονότι ο Φραντς Άντον ήταν πλέον 75 ετών, ήταν πάντοτε πρόθυμος για απάτες. Έτσι, καταχράστηκε τα δημόσια χρήματα που είχαν εμπιστευτεί στο γιο του, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί αυτός για λίγο και να απελαθεί από τη Βιρτεμβέργη το Φεβρουάριο του 1810.
Τα επόμενα τρία χρόνια, ο Βέμπερ πλανιόταν αδέκαρος στη Γερμανία. Συνάντησε τον ποιητή Γκέτε, συνέθεσε δύο κοντσέρτα για κλαρινέτο και παθιάστηκε με το θρύλο του Ελεύθερου Σκοπευτή. Το 1813, μόλις 26 ετών, έγινε διευθυντής της Όπερας της Πράγας. Άρχισε μεταρρυθμίσεις φέρνοντας νέους τραγουδιστές. Ανάμεσά τους ήταν και η Καρολίνα Μπραντ, την οποία ερωτεύτηκε. Εκείνη ανταποκρίθηκε, αλλά για χρόνια αρνιόταν να τον παντρευτεί εξαιτίας της φτώχειας του. Μόνο όταν είδε πόσο θερμά τον υποδέχτηκαν στο Βερολίνο έδωσε τη συγκατάνευσή της, το Νοέμβριο του 1816. Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο Βέμπερ διορίστηκε Διευθυντής της Όπερας της Δρέσδης και το ζευγάρι παντρεύτηκε εκεί το 1817.

Η Όπερα της Δρέσδης, όπου ο Βέμπερ αγωνίστηκε να
αντικαταστήσει την ιταλική όπερα με γερμανικά έργα
του Μότσαρτ και του Μπετόβεν.
Η Όπερα της Δρέσδης
Ο Βέμπερ αντιμετώπισε ισχυρή αντίδραση στην προσπάθειά του να καθιερώσει τη γερμανική όπερα στη Δρέσδη, όπου η ιταλική όπερα κυριαρχούσε. Τότε, όμως, διέθετε πολύ περισσότερη αυτοπεποίθηση. Γιατί όχι μόνο είχε διευθύνει γερμανικές όπερες (Ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ και Φιντέλιο του Μπετόβεν), αλλά είχε συνθέσει και το δικό του ρομαντικό αριστούργημα, τον Ελεύθερο Σκοπευτή, που πρωτοπαρουσιάστηκε θριαμβευτικά στις 18 Ιουνίου του 1821 στο Βερολίνο.
Πολύ σύντομα, ο Βέμπερ έγινε διάσημος ως ο υπέρμαχος της γερμανικής όπερας. Το 1823, επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου συνάντησε τον Μπετόβεν. Την ίδια χρόνια άρχισε να εργάζεται πάνω στην επόμενη όπερά του, την Ευρυάνθη.

Υπερκόπωση και ασθένεια
Ο φόρτος εργασίας και τα ταξίδια τον αποδυνάμωσαν και η φυματίωσή του, που είχε εμφανιστεί το 1818, επιδεινώθηκε. Το 1824 τον κάλεσαν στην Αγγλία να συνθέσει μια όπερα,τον Όμπερον. Οι γιατροί τον προειδοποίησαν πως το ταξίδι θα ήταν μοιραίο, όμως ο Βέμπερ φοβόταν μήπως η οικογένειά του απειληθεί από τη φτώχεια (είχε πια αποκτήσει πολλά παιδιά) και θεώρησε υποχρέωσή του να αποδεχτεί μια τόσο συμφέρουσα πρόταση.
Μετά από ένα σπαραξικάρδιο αποχαιρετισμό με οικογένεια και φίλους, έφυγε για την Αγγλία, το Φεβρουάριο του 1826, σταματώντας στο Παρίσι για να συναντήσει το Ροσίνι. Έφτασε στο Λονδίνο το Μάρτιο, όπου τον αποθέωσαν κατά την υποδοχή. Η πρεμιέρα του Όμπερον, στις 12 Απριλίου είχε τεράστια επιτυχία. Ο Βέμπερ, όμως, ήταν πλέον βαριά άρρωστος κι αποζητούσε την οικογένειά του. Δυστυχώς, προτού μπορέσει να επιστρέψει, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του, το πρωί της 5ης Ιουνίου του 1826.

(Orbis Publishing Limited, μετάφραση: Δήμητρα Βενέτη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου