Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Φινλανδία...

Το καλύτερο σχολείο στον κόσμο

rakennetaan 360x240Του Σωτήρη Βανδώρου
Αρχές δεκαετίας του ’90. Η φινλανδή υπουργός Παιδείας επισκέπτεται τον Σουηδό ομόλογό της ο οποίος θα της πει ότι μέχρι το 2000 το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα θα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου. Εκείνη θα του απαντήσει πως ο στόχος της δικής της χώρας είναι πολύ πιο μετριοπαθής. Της αρκεί να βρεθεί μπροστά από τη Σουηδία. Πράγματι, βάσει όλων των διεθνώς αποδεκτών κριτηρίων, μέσα σε λίγα χρόνια η Φινλανδία ξεπέρασε τη Σουηδία. Παρεμπιπτόντως, στους περισσότερους κρίσιμους δείκτες κατέκτησε κι εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως!
Εάν ενδιαφέρει και την Ελλάδα η περίπτωση της σκανδιναβικής χώρας δεν είναι επειδή το εκπαιδευτικό της σύστημα, με έμφαση στο σχολείο, έχει καταστεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης από όλες τις χώρες που αποδίδουν αξία στην παιδεία, δεν είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα· είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετώπισε πολύ σοβαρή οικονομική κρίση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 και παρ’ όλα αυτά, ή ακριβέστερα, επιχειρώντας να την ξεπεράσει, δημιούργησε ένα αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό πρότυπο.
Bεβαίως, δεν υπάρχει κάποια «μαγική» φινλανδική φόρμουλα την οποία απλώς μπορούμε να αντιγράψουμε. Έτσι κι αλλιώς αρκετά στοιχεία της δικής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι είτε επιθυμητό είτε εφικτό να υιοθετήσουμε. Άλλωστε, αν κάτι κάνει τόσο ξεχωριστή την επιτυχία των Φινλανδών είναι ότι αγνόησαν ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες επιταγές μιας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας που έχει διαμορφωθεί διεθνώς κι αντ’ αυτού λειτούργησαν με πνεύμα εκλεκτισμού, συναρθρώνοντας στοιχεία που είχαν ήδη και χρειάζονταν ενίσχυση ή αναπροσαρμογή με στοιχεία που υπήρχαν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία ωστόσο εισήγαγαν στο δικό τους με πολύ στοχευμένους και προσεκτικούς χειρισμούς.
Συνεργασία & χαλαρό περιβάλλον
dsc 0532Σ’ αυτή τη μικρή σκανδιναβική χώρα επιμένουν να καλλιεργούν στο σχολείο τη συνεργασία, αντί για τον ανταγωνισμό, να συγκροτούν ένα χαλαρό περιβάλλον μάθησης, αντί να δίνουν προτεραιότητα στις εξετάσεις, να αδιαφορούν για κάθε είδους τυποποίηση και να μην αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς ούτε να εξαρτούν τη χρηματοδότηση των σχολείων από τις επιδόσεις των μαθητών. Και, βέβαια, δεν μπήκαν στον πειρασμό των ιδιωτικοποιήσεων. Η εκπαίδευση θεωρείται, αυτονόητα, δημόσιο αγαθό. Το 97,5% των πόρων που διατίθενται για αυτήν είναι δημόσιοι. Ως αποτέλεσμα, η Φινλανδία διαθέτει τους πιο μορφωμένους πολίτες στον κόσμο, παρέχει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης κι αξιοποιεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους σχετικούς πόρους.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια συναρπαστική ιστορία. Και μας αφορά –πώς συγκροτείται η δημόσια πολιτική, πώς εμπλέκεται ενεργά η ίδια η εκπαιδευτική κοινότητα, πώς δημιουργείται ευρεία κοινωνική συναίνεση ως προς τους στόχους και τις μεθόδους κ.ο.κ.– ιδίως καθώς στη δική μας περίπτωση η πιο γνωστή και σημαντική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι «η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» (κατά την ομότιτλη κλασική μελέτη του Αλέξη Δημαρά). Αυτή την ιστορία αφηγείται στα Φινλανδικά Μαθήματα ο Pasi Sahlberg, μια σημαίνουσα προσωπικότητα της εκπαίδευσης στη χώρα του την οποία κι επί μακρόν υπηρετεί με διάφορες ιδιότητες. Και μας προειδοποιεί από τις πρώτες σελίδες: «Σε αυτή την εποχή των άμεσων αποτελεσμάτων, η εκπαίδευση απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία. Η μεταρρύθμιση των σχολείων αποτελεί μια σύνθετη και αργή διαδικασία. Η επίσπευση αυτής της διαδικασίας σημαίνει την καταστροφή της».
Αρχίζουν το σχολείο στα επτά τους, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη μελέτη, παίζουν περισσότερο, αγχώνονται λιγότερο καθώς δίνουν ελάχιστες εξετάσεις στις οποίες εξίσου ελάχιστη σημασία αποδίδεται.
Εδώ δεν θα αναφερθούμε ούτε στην ιστορική εξέλιξη της φινλανδικής εκπαίδευσης, ούτε στις επιμέρους δομές της και συναφή ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος που αναλύει με μεθοδικό τρόπο ο συγγραφέας, αλλά θα επιμείνουμε στο βασικό πνεύμα της, στις αρχές στις οποίες θεμελιώνεται και στις αξίες που θέλει να μεταδώσει. Εάν επιθυμούσαμε να συμπυκνώσουμε τη γενική εικόνα εστιάζοντας στους μαθητές, η σύγκριση με τη χώρα μας θα ήταν αποκαρδιωτική. Οι Φινλανδοί αρχίζουν το σχολείο ένα χρόνο αργότερα, στα επτά τους, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη μελέτη (περιττό να ειπωθεί: δεν ξέρουν τι θα πει φροντιστήριο) –κι επομένως παίζουν περισσότερο– αγχώνονται πολύ λιγότερο καθώς δίνουν ελάχιστες εξετάσεις στις οποίες εξίσου ελάχιστη σημασία αποδίδεται, μετέχουν ενεργητικά σε ένα ανοιχτό, διαδραστικό μαθησιακό περιβάλλον που δίνει έμφαση στη συνεργασία και τη δικαιοσύνη. Το σχολείο τους είναι ένα όμορφο, «ζεστό» περιβάλλον που υποβάλλει την αίσθηση της οικειότητας. Αφήνουν τα παπούτσια τους στην είσοδο και προσφωνούν τους δασκάλους τους με το μικρό τους όνομα. Τελικά μορφώνονται, με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως άνθρωποι κι ως πολίτες, αλλά επιπλέον και «χρήσιμες» δεξιότητες αναπτύσσουν. Και στην Ελλάδα, πάντως, μπήκε στις ράγες, λέει, μια (ακόμη) μεταρρύθμιση του Λυκείου, η οποία βεβαίως-βεβαίως έχει και πάλι να κάνει με το αγαπημένο μας θέμα, δηλαδή τις εξετάσεις στο Λύκειο και τον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Εάν δεν το πήρατε χαμπάρι, ανατρέξτε στα μονόστηλα των εφημερίδων, πριν από κανά δίμηνο, όταν πέρασε ο σχετικός νόμος στη Βουλή.
kontula koulu070512stl pr   Ας σοβαρευτούμε. Ένας θεμελιώδης παράγοντας της φινλανδικής επιτυχίας είναι –πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;– οι εκπαιδευτικοί. Προσοχή όμως. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον Sahlberg, το σημαντικότερο, για μια κοινωνία που στ’ αλήθεια μπορεί να συλλάβει ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, δεν είναι η επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών (που κι αυτή απαραίτητη συνθήκη είναι), αλλά «να εξασφαλίσουμε ότι η δουλειά τους στα σχολεία βασίζεται στην επαγγελματική αξιοπρέπεια και τον κοινωνικό σεβασμό ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό να ακολουθήσουν τη διδασκαλία ως επάγγελμα ζωής». Αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, για τους Φινλανδούς το επάγγελμα του δασκάλου είναι αυτό με το υψηλότερο κοινωνικό κύρος από κάθε άλλο! Για να γίνει κάποιος δάσκαλος θα πρέπει να φοιτήσει σε μια παιδαγωγική σχολή και κατόπιν οπωσδήποτε να κάνει ένα διετές μεταπτυχικό πρόγραμμα. Όντας δάσκαλος πια, δεν διδάσκει πολλές ώρες, αλλά αφιερώνει σημαντικό τμήμα του χρόνου του, από κοινού με τους συναδέλφους του, στο σχεδιασμό ή στην αποτίμηση του αναλυτικού προγράμματος και γενικότερα στο διαρκή αναστοχασμό κάθε πτυχής της εκπαιδευτικής διαδικασίας που, ευτυχώς, δεν ελέγχεται ασφυκτικά από το Υπουργείο Παιδείας (υπενθύμιση: άλλο δημόσιο αγαθό, άλλο κρατισμός).
Η περικοπή πόρων γίνεται σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, λες και θέλουμε να ευτοεγκλωβιστούμε σε ένα μοντέλο χαμηλού εργασιακού κόστους.
Η σύγκριση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συντριπτική. Η καταβαράθρωση του μισθού των εκπαιδευτικών έρχεται πια να συνδυαστεί –με τη διαθεσιμότητα και τα παρακολουθήματά της– με συνθήκες ακραίας επαγγελματικής ανασφάλειας και τη συνακόλουθη απαξίωση του επαγγέλματος την οποία παρακολουθεί ανήμπορη ή αδιάφορη μια κοινωνία που ανέκαθεν αντιμετώπιζε λίγο-πολύ εργαλειακά την εκπαίδευση (ως μέσο για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική άνοδο). Η συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία λαμβάνουν χώρα οι όποιες αλλαγές πλήττουν ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς χαμηλή εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους και βεβαίως με το κράτος. Το κοινωνικό κόστος που θα έχει αυτή η διαλυτική κατάσταση θα φανερωθεί στην πληρότητά του στο μέλλον. Προφανώς, το ίδιο πράγμα απεικονίζεται στα καλοσχεδιασμένα powerpoint των σοφών τεχνοκρατών της τρόικας ως εξοικονόμηση κι εξορθολογισμός.
Στην πιθανή ένσταση ότι ένα κράτος υπό χρεοκοπία δεν έχει πολλά περιθώρια, ακόμη κι ένα αμιγώς οικονομικίστικο σκεπτικό αν ακολουθήσουμε, η απάντηση έρχεται και πάλι από την Φινλανδία. Όταν τη δεκαετία του ’90 χτυπήθηκε από την κρίση (ανεργία 20%, μείωση ΑΕΠ 13%, υψηλό δημόσιο χρέος, κλυδωνισμός τραπεζικού συστήματος) η κοινωνία αντέδρασε με σύνεση, αυτοπεποίθηση και συναίνεση κι επέλεξε να αλλάξει οικονομικό μοντέλο: από την ξυλεία και την παραδοσιακή βιομηχανία έδωσε πια έμφαση στην τεχνολογία και την καινοτομία (π.χ. Nokia), που θα πει έδωσε μέγιστη προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την έρευνα, αυξάνοντας τους σχετικούς πόρους (και βεβαίως επανασχεδιάζοντας την κατανομή τους), την ίδια στιγμή που έκανε δραματικές περικοπές αλλού. «Η εκπαίδευση θεωρήθηκε απαραίτητη επένδυση –όχι απλώς δαπάνη– για να βοηθήσει στην ανάπτυξη της καινοτομίας παίζοντας το ρόλο του τρίτου παράγοντα στο φινλανδικό τρίγωνο της γνώσης και της καινοτομίας». Εμείς κάνουμε το αντίστροφο: η περικοπή των πόρων γίνεται κατεξοχήν σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος και στην επιστημονική έρευνα, λες και θέλουμε να ευτοεγκλωβιστούμε σε ένα μοντέλο χαμηλού εργασιακού κόστους, χαμηλής ειδίκευσης κι αμορφωσιάς. Όσο περισσότερο συνεχίζουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση, τόσο πιο πιθανό γίνεται κάποια στιγμή να γραφτούν τα Ελληνικά μαθήματα. Μαντεύετε το περιεχόμενό τους.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ

Μια άλλη άποψη

ΕΞΩΦΥΛΛΟ 

Πώς είναι άραγε να πηγαίνει ένα παιδί σχολείο στη Φινλανδία; Σε μια χώρα  που η μέχρι πρότινος αξιολόγηση του εκπαιδευτικού της συστήματος την έφερνε στην πρώτη θέση της Ευρώπης και στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως  ως προς την ποιότητά κι αποτελεσματικότητά του;
Η Φινλανδία θεωρείται ότι έχει το καλύτερο σύστημα στην Ευρώπη, ένα σύστημα αποκεντρωμένο που βασίζεται στο συνεχή εκσυγχρονισμό και παρακολουθεί τις αλλαγές στην κοινωνία.

ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Η εκπαίδευση είναι δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες, σε μια προσπάθεια να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες. Η Υποχρεωτική Εκπαίδευση διαρκεί 9 χρόνια και χωρίζεται σε προσχολική (6-7), κατώτερο στάδιο (7-11) κι ανώτερο στάδιο(12-15). Δεν υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ καλών και κακών μαθητών, ενώ  παρέχεται ενισχυτική διδασκαλία σε όποιον χρειάζεται. Όλοι δικαιούνται δωρεάν μεταφορά στο σχολείο κι ένα γεύμα.  Στον ίδιο χώρο συνυπάρχουν παιδιά όλων των ηλικιών, από 6 έως 15 ετών, γεγονός που δημιουργεί ένα περιβάλλον ασφαλείας. Όσοι δεν συνεχίσουν έπειτα τις σπουδές τους, έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν κατά το δέκατο χρόνο στο λαϊκό γυμνάσιο, από όπου θα λάβουν ξεχωριστό τίτλο.
Η Ανώτερη Εκπαίδευση περιλαμβάνει το Λύκειο και τις Τεχνικές Σχολές, η φοίτηση στα οποία διαρκεί τρία χρόνια. Στο Λύκειο η διδασκαλία γίνεται σε επίπεδα και οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν πότε θα παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους έχοντας το περιθώριο να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους μέσα σε 2 έως 4 χρόνια. Αποκτούν το απολυτήριο μετά από εθνικές εξετάσεις που αποτελούνται από τεστ σε τέσσερα υποχρεωτικά μαθήματα. Όσοι δεν το τελειώσουν, μπορούν αργότερα να πάνε σε σχολείο ενηλίκων. Αυτοί που θα επιλέξουν τις Τεχνικές Σχολές έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν δεξιότητες κι εργασιακή εμπειρία διαλέγοντας ανάμεσα σε 75 ειδικότητες από 7 τομείς. Η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών γίνεται με τη συλλογή βαθμών.
Τέλος, η Ανώτατη Εκπαίδευση περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, που ασχολούνται με την επιστημονική έρευνα και τα Πολυτεχνεία, που έχουν πιο πολύ επαγγελματικό προσανατολισμό. Συνεργάζονται, όμως, όλα με εταιρείες .
Γενικά, το σύστημα στοχεύει στο να αποκτήσουν οι μαθητές γενική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας. Ενισχύεται η διαθεματικότητα και η κριτική σκέψη κι όχι η αποστήθιση.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ
Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού χαίρει μεγάλου κύρους. Διαθέτουν υψηλή κατάρτιση και μάλιστα οι περισσότεροι έχουν μάστερ. Επιμορφώνονται τακτικά και μερικές φορές, ακόμη και με δικά τους έξοδα. Τρεις μέρες του σχολικού έτους δεν γίνονται μαθήματα προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να παρακολουθήσουν επιμορφωτικά προγράμματα. Γνωρίζουν τους γονείς των παιδιών και συνεργάζονται στενά μαζί τους.

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Οι δαπάνες για την παιδεία είναι αυξημένες. Η Υποχρεωτική Εκπαίδευση βασίζεται κατά το ήμισυ σχεδόν στην κρατική χρηματοδότηση, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα καλύπτονται από τους δήμους ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα. Τα Πανεπιστήμια συντηρούνται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν υπάρχει μη επιδοτούμενη ιδιωτική εκπαίδευση.

ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Η πρόσφατη μέτρηση του PISA, όμως, για την απόδοση των μαθητών στην ανάγνωση, τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά δείχνει κάθετη πτώση των αποτελεσμάτων σε ποσοστό 1,7%, 3% και 2,8% αντίστοιχα. Αυτή η πτώση αποτέλεσε ένα μεγάλο σοκ για τη Φινλανδία, η οποία κατακτούσε την πρώτη θέση παγκοσμίως στις μετρήσεις τα προηγούμενα χρόνια. Πολλοί ακαδημαϊκοί θεωρούν ότι υπήρξε εφησυχασμός με τις πρωτιές αυτές και δεν δόθηκε η απαραίτητη προσοχή στην ανάγκη τροποποίησης των προγραμμάτων σπουδών για τη βελτιστοποίηση των μαθητικών αποδόσεων, με το πρόβλημα να εντοπίζεται κυρίως στα μαθηματικά.

ΠΗΓΕΣ:

 
Το καλύτερο σχολείο στον κόσμο Φινλανδία: Γιατί η μικρή σκανδιναβική χώρα έχει τους πιο μορφωμένους πολίτες στον κόσμο; Από τον Σωτήρη Βανδώρο PRESS 23.11.2013 Αρχές δεκαετίας του ’90. Η φινλανδή υπουργός Παιδείας επισκέπτεται τον σουηδό ομόλογό της, ο οποίος θα της πει ότι μέχρι το 2000 το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα θα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου. Εκείνη θα του απαντήσει πως ο στόχος της δικής της χώρας είναι πολύ πιο μετριοπαθής. Της αρκεί να βρεθεί μπροστά από τη Σουηδία. Πράγματι, βάσει όλων των διεθνώς αποδεκτών κριτηρίων, μέσα σε λίγα χρόνια η Φινλανδία ξεπέρασε τη Σουηδία. Παρεμπιπτόντως, στους περισσότερους κρίσιμους δείκτες κατέκτησε κι εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως. Εάν ενδιαφέρει και την Ελλάδα η περίπτωση της σκανδιναβικής χώρας, δεν είναι επειδή το εκπαιδευτικό της σύστημα, με έμφαση στο σχολείο, έχει καταστεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης από όλες τις χώρες που αποδίδουν αξία στην παιδεία, δεν είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα -είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετώπισε πολύ σοβαρή οικονομική κρίση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 και παρ’ όλα αυτά, ή ακριβέστερα, επιχειρώντας να την ξεπεράσει, δημιούργησε ένα αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό πρότυπο. Βεβαίως, δεν υπάρχει κάποια «μαγική» φινλανδική φόρμουλα, την οποία απλώς μπορούμε να αντιγράψουμε. Έτσι κι αλλιώς αρκετά στοιχεία της δικής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι είτε επιθυμητό είτε εφικτό να υιοθετήσουμε. Άλλωστε, αν κάτι κάνει τόσο ξεχωριστή την επιτυχία των φινλανδών είναι ότι αγνόησαν ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες επιταγές μιας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας που έχει διαμορφωθεί διεθνώς κι αντ’ αυτού λειτούργησαν με πνεύμα εκλεκτισμού, συναρθρώνοντας στοιχεία που είχαν ήδη και χρειάζονταν ενίσχυση ή αναπροσαρμογή με στοιχεία που υπήρχαν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία ωστόσο εισήγαγαν στο δικό τους με πολύ στοχευμένους και προσεκτικούς χειρισμούς. Σ’ αυτήν τη μικρή σκανδιναβική χώρα επιμένουν να καλλιεργούν στο σχολείο τη συνεργασία, αντί για τον ανταγωνισμό, να συγκροτούν ένα χαλαρό περιβάλλον μάθησης, αντί να δίνουν προτεραιότητα στις εξετάσεις, να αδιαφορούν για κάθε είδους τυποποίηση και να μην αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς ούτε να εξαρτούν τη χρηματοδότηση των σχολείων από τις επιδόσεις των μαθητών. Και, βέβαια, δε μπήκαν στον πειρασμό των ιδιωτικοποιήσεων. Η εκπαίδευση θεωρείται, αυτονόητα, δημόσιο αγαθό. Το 97,5% των πόρων που διατίθενται για αυτήν είναι δημόσιοι. Ως αποτέλεσμα, η Φινλανδία διαθέτει τους πιο μορφωμένους πολίτες στον κόσμο, παρέχει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης κι αξιοποιεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους σχετικούς πόρους. Πρόκειται, λοιπόν, για μια συναρπαστική ιστορία. Και μας αφορά -πώς συγκροτείται η δημόσια πολιτική, πώς εμπλέκεται ενεργά η ίδια η εκπαιδευτική κοινότητα, πώς δημιουργείται ευρεία κοινωνική συναίνεση ως προς τους στόχους και τις μεθόδους κ.ο.κ.- ιδίως καθώς στη δική μας περίπτωση η πιο γνωστή και σημαντική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι «η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» (κατά την ομότιτλη κλασική μελέτη του Αλέξη Δημαρά). Αυτήν την ιστορία αφηγείται στα Φινλανδικά Μαθήματα ο Pasi Sahlberg, μια σημαίνουσα προσωπικότητα της εκπαίδευσης στη χώρα του, την οποία κι επί μακρόν υπηρετεί με διάφορες ιδιότητες. Και μας προειδοποιεί από τις πρώτες σελίδες: «Σε αυτή την εποχή των άμεσων αποτελεσμάτων, η εκπαίδευση απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία. Η μεταρρύθμιση των σχολείων αποτελεί μια σύνθετη και αργή διαδικασία. Η επίσπευση αυτής της διαδικασίας σημαίνει την καταστροφή της». Εδώ δε θα αναφερθούμε ούτε στην ιστορική εξέλιξη της φινλανδικής εκπαίδευσης, ούτε στις επιμέρους δομές της και συναφή ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος που αναλύει με μεθοδικό τρόπο ο συγγραφέας, αλλά θα επιμείνουμε στο βασικό πνεύμα της, στις αρχές στις οποίες θεμελιώνεται και στις αξίες που θέλει να μεταδώσει. Εάν επιθυμούσαμε να συμπυκνώσουμε τη γενική εικόνα εστιάζοντας στους μαθητές, η σύγκριση με τη χώρα μας θα ήταν αποκαρδιωτική. Οι φινλανδοί αρχίζουν το σχολείο ένα χρόνο αργότερα, στα επτά τους, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη μελέτη (περιττό να ειπωθεί: δεν ξέρουν τι θα πει φροντιστήριο) -κι επομένως παίζουν περισσότερο- αγχώνονται πολύ λιγότερο καθώς δίνουν ελάχιστες εξετάσεις στις οποίες εξίσου ελάχιστη σημασία αποδίδεται, μετέχουν ενεργητικά σε ένα ανοιχτό, διαδραστικό μαθησιακό περιβάλλον που δίνει έμφαση στη συνεργασία και τη δικαιοσύνη. Το σχολείο τους είναι ένα όμορφο, «ζεστό» περιβάλλον που υποβάλλει την αίσθηση της οικειότητας. Αφήνουν τα παπούτσια τους στην είσοδο και προσφωνούν τους δασκάλους τους με το μικρό τους όνομα. Τελικά μορφώνονται, με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως άνθρωποι κι ως πολίτες, αλλά επιπλέον και «χρήσιμες» δεξιότητες αναπτύσσουν. Και στην Ελλάδα, πάντως, μπήκε στις ράγες, λέει, μια (ακόμη) μεταρρύθμιση του Λυκείου, η οποία βεβαίως-βεβαίως έχει και πάλι να κάνει με το αγαπημένο μας θέμα, δηλαδή τις εξετάσεις στο Λύκειο και τον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Εάν δεν το πήρατε χαμπάρι, ανατρέξτε στα μονόστηλα των εφημερίδων, πριν από κάνα δίμηνο, όταν πέρασε ο σχετικός νόμος στη Βουλή. Ας σοβαρευτούμε. Ένας θεμελιώδης παράγοντας της φινλανδικής επιτυχίας είναι -πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;- οι εκπαιδευτικοί. Προσοχή όμως. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον Sahlberg, το σημαντικότερο, για μια κοινωνία που στ’ αλήθεια μπορεί να συλλάβει ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, δεν είναι η επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών (που κι αυτή απαραίτητη συνθήκη είναι), αλλά «να εξασφαλίσουμε ότι η δουλειά τους στα σχολεία βασίζεται στην επαγγελματική αξιοπρέπεια και τον κοινωνικό σεβασμό, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό να ακολουθήσουν τη διδασκαλία ως επάγγελμα ζωής». Αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, για τους φινλανδούς το επάγγελμα του δασκάλου είναι αυτό με το υψηλότερο κοινωνικό κύρος από κάθε άλλο! Για να γίνει κάποιος δάσκαλος θα πρέπει να φοιτήσει σε μια παιδαγωγική σχολή και κατόπιν οπωσδήποτε να κάνει ένα διετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Όντας δάσκαλος πια, δε διδάσκει πολλές ώρες, αλλά αφιερώνει σημαντικό τμήμα του χρόνου του, από κοινού με τους συναδέλφους του, στο σχεδιασμό ή στην αποτίμηση του αναλυτικού προγράμματος και γενικότερα στο διαρκή αναστοχασμό κάθε πτυχής της εκπαιδευτικής διαδικασίας που, ευτυχώς, δεν ελέγχεται ασφυκτικά από το Υπουργείο Παιδείας (υπενθύμιση: άλλο δημόσιο αγαθό, άλλο κρατισμός). Η σύγκριση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συντριπτική. Η καταβαράθρωση του μισθού των εκπαιδευτικών έρχεται πια να συνδυαστεί -με τη διαθεσιμότητα και τα παρακολουθήματά της- με συνθήκες ακραίας επαγγελματικής ανασφάλειας και τη συνακόλουθη απαξίωση του επαγγέλματος, την οποία παρακολουθεί ανήμπορη ή αδιάφορη μια κοινωνία που ανέκαθεν αντιμετώπιζε λίγο-πολύ εργαλειακά την εκπαίδευση (ως μέσο για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική άνοδο). Η συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία λαμβάνουν χώρα οι όποιες αλλαγές πλήττουν ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς χαμηλή εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους, και βεβαίως με το κράτος. Το κοινωνικό κόστος που θα έχει αυτή η διαλυτική κατάσταση θα φανερωθεί στην πληρότητά του στο μέλλον. Προφανώς, το ίδιο πράγμα απεικονίζεται στα καλοσχεδιασμένα powerpoint των σοφών τεχνοκρατών της Τρόικας ως εξοικονόμηση κι εξορθολογισμός. Στην πιθανή ένσταση ότι ένα κράτος υπό χρεοκοπία δεν έχει πολλά περιθώρια, ακόμη κι ένα αμιγώς οικονομικίστικο σκεπτικό αν ακολουθήσουμε, η απάντηση έρχεται και πάλι από τη Φινλανδία. Όταν τη δεκαετία του ’90 χτυπήθηκε από την κρίση (ανεργία 20%, μείωση ΑΕΠ 13%, υψηλό δημόσιο χρέος, κλυδωνισμός τραπεζικού συστήματος) η κοινωνία αντέδρασε με σύνεση, αυτοπεποίθηση και συναίνεση κι επέλεξε να αλλάξει οικονομικό μοντέλο: από την ξυλεία και την παραδοσιακή βιομηχανία έδωσε πια έμφαση στην τεχνολογία και την καινοτομία (π.χ. Nokia), που θα πει έδωσε μέγιστη προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την έρευνα, αυξάνοντας τους σχετικούς πόρους (και βεβαίως επανασχεδιάζοντας την κατανομή τους), την ίδια στιγμή που έκανε δραματικές περικοπές αλλού. «Η εκπαίδευση θεωρήθηκε απαραίτητη επένδυση -όχι απλώς δαπάνη- για να βοηθήσει στην ανάπτυξη της καινοτομίας, παίζοντας το ρόλο του τρίτου παράγοντα στο φινλανδικό τρίγωνο της γνώσης και της καινοτομίας». Εμείς κάνουμε το αντίστροφο: η περικοπή των πόρων γίνεται κατεξοχήν σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος και στην επιστημονική έρευνα, λες και θέλουμε να ευτοεγκλωβιστούμε σε ένα μοντέλο χαμηλού εργασιακού κόστους, χαμηλής ειδίκευσης κι αμορφωσιάς. Όσο περισσότερο συνεχίζουμε σ’ αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο πιθανό γίνεται κάποια στιγμή να γραφτούν τα ελληνικά μαθήματα. Μαντεύετε τ [Πηγή: www.doctv.gr]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου